- έωλος
- -ο (ΑΜ ἕωλος, -ον)1. αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη μέρα, χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος2. (για τρόφιμα) μπαγιάτικος, μουχλιασμένος3. (για αβγά) κλούβιοςμσν.(για πράγματα) αυτός που καθυστέρησεαρχ.1. (για πράξεις) παλιός, απηρχαιωμένος2. συνεκδ. ανούσιος, αηδής3. (για έγγραφες υποχρεώσεις) αυτός που δεν ισχύει λόγω τής παρόδου τών χρονικών προθεσμιών4. (για πληρωμές) καθυστερούμενος, υπόλοιπος5. (για χρήματα) συσσωρευμένος6. (για πρόσωπα) αυτός που παραμελεί και αναβάλλει την εκτέλεση ενός έργου από τη μια μέρα στην άλλη, βραδύς, άτολμος, οκνηρός7. αυτός που υποφέρει από τη μέθη τής προηγούμενης ημέρας8. φρ. α) «ἕωλος θρυαλλίς» — η θρυαλλίδα που έχει ανθρακωθεί και είναι έτοιμη να σβήσειβ) «τῶν γάμων... τὴν ἕωλον ἡμέραν» — την επομένη τού γάμουγ) «ἕωλος προθυμία» — καθυστερημένη προθυμίαδ) «πρόσφατον καὶ νέον ὕδωρ τὸ ὑόμενον, ἕωλον δὲ καὶ παλαιὸν τὸ λιμναῑον» — φρέσκο και νέο νερό είναι το νερό τής βροχής, ενώ μπαγιάτικο και παλιό αυτό που λιμνάζει (Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕως (II) + επίθημα -λος*].
Dictionary of Greek. 2013.